εὐνοουμένη

εὐνοουμένη
εὐνοέω
to be well-inclined
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μοντεσπάν, Φρανσουάζ-Αθηναΐς, μαρκησία του- — (Francoise Athenais de Montespan, 1641 – 1707). Ευνοούμενη του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας. Κόρη του μαρκήσιου της Μορτμάρτρ και πρίγκιπα του Τονέ Σαράντ, Γαβριήλ, μπήκε στην Αυλή αρχικά με την ονομασία δεσποινίς ντε Τονέ Σαράντ. Ανατράφηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Βεργίτση, Ευγενία — (Ρέθυμνο Κρήτης 1643 – 1715). Πρώτη στην ιεραρχία του χαρεμιού, ευνοούμενη του Οθωμανού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και βαλιδέ σουλτάνα, δηλαδή βασιλομήτωρ. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους σε ηλικία 3 ετών, κατά την κατάληψη του Ρεθύμνου, και κλείστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • ευνοούμενος — η, ο 1. αυτός που έχει την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («είναι ευνοούμενος τού πρωθυπουργού») 2. φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα τού μάλλον… …   Dictionary of Greek

  • Άβα — I Όνομα μυθολογικού και ιστορικού προσώπου. 1. Νύμφη, ερωμένη του Ποσειδώνα, από τον οποίο γέννησε τον Εργίσκο, ήρωα της Θράκης, που ίδρυσε την πόλη Εργίσκη, κοντά στο Βυζάντιο. 2. Κόρη του Ζηνοφάνη, τυράννου της Όλβης, την εποχή του Καίσαρα (1ος …   Dictionary of Greek

  • Αγνή — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η Αυστριακή (1280 – 1364). Κόρη του αυτοκράτορα Αλβέρτου A’ και της Ελισάβετ της Καρινθίας, σύζυγος από το 1296 του βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Γ’. 2. Α. της Γαλλίας (1174 – 1220). Γαλλίδα πριγκίπισσα, κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη των Μεδίκων — (Φλωρεντία 1519 – Μπλουά Γαλλίας 1589). Βασίλισσα της Γαλλίας. Κόρη του Λορέντσο των Μεδίκων, δούκα του Ουρμπίνο. Ορφανή από νεαρότατη ηλικία, παντρεύτηκε το 1533, ύστερα από θλιβερά και βασανισμένα παιδικά χρόνια, τον δούκα της Ορλεάνης, τον… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”